Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /stip.tik/

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
styptique styptiques

styptique (fr) αρσενικό ή θηλυκό