στροβιλισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- στροβιλισμός < στροβιλίζω + -μός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /stɾo.vi.liˈzmos/
Ουσιαστικό επεξεργασία
στροβιλισμός αρσενικό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του στροβιλίζω
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη στρόβιλος