περιδίνηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | περιδίνηση | οι | περιδινήσεις |
γενική | της | περιδίνησης* | των | περιδινήσεων |
αιτιατική | την | περιδίνηση | τις | περιδινήσεις |
κλητική | περιδίνηση | περιδινήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, περιδινήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- περιδίνηση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή περιδίνησις[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pe.ɾiˈði.ni.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ρι‐δί‐νη‐ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
περιδίνηση θηλυκό
- η περιστροφή σε κύκλο, στροβιλισμός
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ περιδίνηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας