Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στριφτόπιτα οι στριφτόπιτες
      γενική της στριφτόπιτας
    αιτιατική τη στριφτόπιτα τις στριφτόπιτες
     κλητική στριφτόπιτα στριφτόπιτες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

στριφτόπιτα < στριφτ(ός) + -ό- + πίτα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στριφτόπιτα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία