Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κουλουριάζομαι < παθητική φωνή του ρήματος κουλουριάζω

  Ρήμα επεξεργασία

κουλουριάζομαι

  • κουλουριάστηκε στο κρεβάτι και σκεπάστηκε μέχρι να πέσει ο πυρετός

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία