Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
στρατολογώ
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
στρατολογώ
<
στρατός
+
-λογώ
(=
κατατάσσω
)
Ρήμα
επεξεργασία
στρατολογώ
εντάσσω
νεοσύλλεκτους
στις ένοπλες δυνάμεις
προσελκύω
οπαδούς
και νέα στελέχη σε ένα πολιτικό κόμμα, οργάνωση ή ιδεολογία
Συγγενικά
επεξεργασία
στρατολογία
στρατολόγος
στρατολόγηση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
στρατολογώ
αγγλικά
:
recruit
(en)
,
enlist
(en)
,
draft
(en)
,
conscript
(en)
γαλλικά
:
recruter
(fr)
γερμανικά
:
rekrutieren
(de)
πορτογαλικά
:
recrutar
(pt)