στραβολαίμης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | στραβολαίμης | η | στραβολαίμα | το | στραβολαίμικο |
γενική | του | στραβολαίμη | της | στραβολαίμας | του | στραβολαίμικου |
αιτιατική | τον | στραβολαίμη | τη | στραβολαίμα | το | στραβολαίμικο |
κλητική | στραβολαίμη | στραβολαίμα | στραβολαίμικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | στραβολαίμηδες | οι | στραβολαίμες | τα | στραβολαίμικα |
γενική | των | στραβολαίμηδων | — | των | στραβολαίμικων | |
αιτιατική | τους | στραβολαίμηδες | τις | στραβολαίμες | τα | στραβολαίμικα |
κλητική | στραβολαίμηδες | στραβολαίμες | στραβολαίμικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
στραβολαίμης, -α, -ικο
Ουσιαστικό επεξεργασία
στραβολαίμης αρσενικό
- αυτός που ο λαιμός του είναι στραβός
- (θηλυκό στραβολαίμα)
- (πτηνό) πουλί με την επιστημονική ονομασία Jynx torquilla, της οικογένειας Δρυοκολαπτίδες (Picidae)
Συγγενικά επεξεργασία
- στραβολαίμα
- στραβολαιμιά
- στραβολαιμιάζω
- στραβολαίμιασμα
- στραβολαίμικος
- → δείτε τις λέξεις στραβός και λαιμός
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Jynx torquilla στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
επίθετο
|
ουσιαστικό
|