στεντόρειος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- στεντόρειος < Στέντωρ, ομηρικός ήρωας ονομαστός για την δυνατή φωνή του
Επίθετο επεξεργασία
στεντόρειος, -α, -ο
- που έχει δυνατή φωνή
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
στεντόρειος
|