στεγασμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- στεγασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος στεγάζω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ste.ɣaˈzme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στε‐γα‐σμέ‐νος
Μετοχή επεξεργασία
στεγασμένος, -η, -ο
- που έχει στεγαστεί
- που είναι σκεπασμένος με στέγη
Δείτε επίσης επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
που έχει στεγαστεί
|
που έχει στέγη
|