σταλακτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σταλακτικός < (ελληνιστική κοινή) σταλακτικός
Επίθετο επεξεργασία
σταλακτικός
- που πέφτει σε στάλες
- Άλλες μορφές σταλακτός
- που έχει σχέση με σταλακτίτες ή αναφέρεται σ’ αυτούς
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σταλακτικός
|