Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σταλάζω < ελληνιστική κοινή σταλάζω < αρχαία ελληνική σταλάσσω / στάζω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *steh₂g-

  Ρήμα επεξεργασία

σταλάζω

  1. (κυριολεκτικά, μεταφορικά, μεταβατικό) χύνω αργά αργά, σταγόνα σταγόνα
  2. (κυριολεκτικά, μεταφορικά, αμετάβατο) χύνομαι αργά αργά, σταγόνα σταγόνα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία