Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

dribble < drib + -le

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈdrɪb.əl/ & /ˈdrɪb.l̩/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /ˈdrɪb.ɫ̩/ & /ˈdrɪb.əl/ (ΗΠΑ)
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
dribble dribbles

dribble (en)

  1. (μετρήσιμο) η σταγόνα, η μικρή ποσότητα υγρού
    a few dribbles of rain - λίγες σταγόνες βροχής
  2. (μη μετρήσιμο, ειδικά βρετανικά αγγλικά) το σάλιο
    The dribble in my mouth dried up from thirst.
    Από τη δίψα στέγνωσε το σάλιο στο στόμα μου.
     συνώνυμα: saliva
  3. (μετρήσιμο, αθλητισμός, ποδόσφαιρο, καλαθοσφαίριση) η τρίπλα
    This player has a great dribble.
    Αυτός ο παίκτης έχει θαυμάσια τρίπλα.

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας dribble
γ΄ ενικό ενεστώτα dribbles
αόριστος dribbled
παθητική μετοχή dribbled
ενεργητική μετοχή dribbling

dribble (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) μου τρέχουν τα σάλια, βγάζω σάλια
    He was dribbling on his chest.
    Τρέχανε τα σάλια του στο στήθος του.
    Babies often dribble on their bibs.
    Τα μωρά συχνά βγάζουν σάλια πάνω στις σαλιάρες τους.
     συνώνυμα: drool
  2. (αμετάβατο) τρέχω σε σταγόνες
    The tap is dribbling, close it tight.
    Η βρύση τρέχει, κλείσε την καλά.
  3. (μεταβατικό) ρίχνω σταγόνες από ένα υγρό
    Dribble a little bit of olive oil over the salad.
    Ρίξτε λίγο ελαιόλαδο πάνω στη σαλάτα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη drizzle
  4. (αθλητισμός, ποδόσφαιρο, καλαθοσφαίριση) ντριπλάρω, κάνω ντρίμπλα
    He even dribbled past/by the goalkeeper and sent the ball into the net.
    Ντρίπλαρε ακόμη και τον τερματοφύλακα και έστειλε την μπάλα στα δίχτυα.
  5. (παρωχημένο) περνώ τον χρόνο μου ασήμαντα

  Πηγές επεξεργασία