σταγονίδιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σταγονίδιο | τα | σταγονίδια |
γενική | του | σταγονίδιου & σταγονιδίου |
των | σταγονίδιων & σταγονιδίων |
αιτιατική | το | σταγονίδιο | τα | σταγονίδια |
κλητική | σταγονίδιο | σταγονίδια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σταγονίδιο < σταγόνα + υποκοριστικό επίθημα -ίδιο < καθαρεύουσα σταγονίδιον < σταγόνα + υποκοριστικό επίθημα -ίδιον
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /sta.ɣoˈni.ði.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στα‐γο‐νί‐δι‐ο
Ουσιαστικό επεξεργασία
σταγονίδιο ουδέτερο
- υποκοριστικό του σταγόνα
- (μεταφορικά, μειωτικό) χαρακτηρισμός χουντικών ή υποστηρικτών τους στα σώματα ασφαλείας και στις ένοπλες δυνάμεις
- ※ Η λέξη «σταγονίδια» αναφέρθηκε από το αείμνηστο Αβέρωφ όταν είχε ξεσπάσει το πραξικόπημα του 1975, το λεγόμενο «πραξικόπημα της πιτζάμας», και είχε πει ότι έχουν μείνει ορισμένα χουντικά «σταγονίδια» στο στράτευμα. (* εφημαρίδα Το Βήμα)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη σταγόνα