Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σπρίντερ < απροσάρμοστο άμεσο δάνειο από την αγγλική sprinter

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σπρίντερ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία