ποδηλάτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ποδηλάτης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πούς, θέμα ποδ-, + -ηλάτης[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
ποδηλάτης αρσενικό (θηλυκό ποδηλάτισσα)
Μεταφράσεις επεξεργασία
ποδηλάτης
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ποδηλάτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας