Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σπηλιά οι σπηλιές
      γενική της σπηλιάς των σπηλιών
    αιτιατική τη σπηλιά τις σπηλιές
     κλητική σπηλιά σπηλιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Θαλάσσια σπηλιά
 
Στο εσωτερικό μιας σπηλιάς.

  Ετυμολογία επεξεργασία

σπηλιά < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σπήλ(αιον) += -ιά[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /spiˈʎa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σπη‐λιά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σπηλιά θηλυκό

  1. μεγάλη κοιλότητα στο εσωτερικό βράχου που δημιουργήθηκε πιθανόν από διάβρωση ή άλλη φυσική αιτία ή από τον άνθρωπο και έχει έξοδο στην επιφάνεια της γης
    η σπηλιά του Νταβέλη

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία