Δείτε επίσης: Βράχος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός     2ος πληθυντικός  
αρσενικό αρσενικό ουδέτερο
ονομαστική ο βράχος οι βράχοι τα βράχια
      γενική του βράχου των βράχων
    αιτιατική τον βράχο τους βράχους τα βράχια
     κλητική βράχε βράχοι βράχια
Δείτε και το σπανιότερο βράχι.
Κατηγορία όπως «βράχος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
βράχος μέσα σε δάσος
 
ο βράχος του Γιβραλτάρ

  Ετυμολογία επεξεργασία

βράχος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βράχος (αρσενικό) < ελληνιστική κοινή βράχος (τὸ βράχος) (ουδέτερο) (που μεταπλάστηκε σε αρσενικό με μεγεθυντική σημασία) < αρχαία ελληνική βραχέα (ὕδατα) (πληθυντικός) < αρχαία ελληνική βραχύς [1]
Η αρχική σημασία δήλωνε τα ρηχά νερά της θάλασσας και, στη συνέχεια, και τις απόκρημνες πετρώδεις ακτές [2]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈvɾa.xos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βρά‐χος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βράχος αρσενικό

  1. μεγάλος όγκος από πέτρα
    καθόταν μόνη της στους βράχους της παραλίας
  2. (ειδικότερα) μεγάλος πέτρινος όγκος που σχηματίζει λόφο
    ο ιζηματογενής βράχος των Ματάλων
  3. (μεταφορικά) άνθρωπος με μεγάλη σταθερότητα, που δεν υποχωρεί στις αρχές του, αλύγιστος, δυνατός στο σώμα
  4. ύφαλος ή σκόπελος στη θάλασσα, ξέρα
    έκφραση: στα βράχια

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

 ετυμολογικό πεδίο 
βραχο- 

→ και δείτε τη λέξη βραχύς Δε σχετίζεται το βραχνός

Σύνθετα επεξεργασία

και με δεύτερο συνθετικό: [3]

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. βράχος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  3. Ελέγχθηκαν στο λήγουν σε -βράχος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βράχος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική βραχέα (ὕδατα) (πληθυντικός) < βραχύς [1]
Η αρχική σημασία δήλωνε τα ρηχά νερά της θάλασσας και, στη συνέχεια, και τις απόκρημνες πετρώδεις ακτές [2]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βράχος

Συγγενικά επεξεργασία

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

  Αναφορές επεξεργασία

  1. βράχος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία