Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σπηλαίωση οι σπηλαιώσεις
      γενική της σπηλαίωσης* των σπηλαιώσεων
    αιτιατική τη σπηλαίωση τις σπηλαιώσεις
     κλητική σπηλαίωση σπηλαιώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, σπηλαιώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Σπηλαίωση από προπέλα

  Ετυμολογία επεξεργασία

σπηλαίωση < σπήλαιο + -ωση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική cavitation)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σπηλαίωση θηλυκό

  1. η σπηλιά, η κοιλότητα σε κάποιο βραχώδες μέρος
  2. η δημιουργία φυσαλίδων ατμού σε κάποιο υγρό που ρέει

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία