Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σπερματοφόρος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σπερματοφόρ
ος
η
σπερματοφόρ
ος
&
σπερματοφόρ
α
το
σπερματοφόρ
ο
γενική
του
σπερματοφόρ
ου
της
σπερματοφόρ
ου
&
σπερματοφόρ
ας
του
σπερματοφόρ
ου
αιτιατική
τον
σπερματοφόρ
ο
τη
σπερματοφόρ
ο
&
σπερματοφόρ
α
το
σπερματοφόρ
ο
κλητική
σπερματοφόρ
ε
σπερματοφόρ
ε
&
σπερματοφόρ
α
σπερματοφόρ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σπερματοφόρ
οι
οι
σπερματοφόρ
οι
&
σπερματοφόρ
ες
τα
σπερματοφόρ
α
γενική
των
σπερματοφόρ
ων
των
σπερματοφόρ
ων
των
σπερματοφόρ
ων
αιτιατική
τους
σπερματοφόρ
ους
τις
σπερματοφόρ
ους
&
σπερματοφόρ
ες
τα
σπερματοφόρ
α
κλητική
σπερματοφόρ
οι
σπερματοφόρ
οι
&
σπερματοφόρ
ες
σπερματοφόρ
α
ομάδα '-ος -ος -ο & -α'
,
Κατηγορία
όπως «
ζημιογόνος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
σπερματοφόρος
<
σπέρματ(ος)
+
-ο-
+
-φόρος
Επίθετο
επεξεργασία
σπερματοφόρος, -ος/-α, -ο
→ λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σπερματοφόρος
αγγλικά
:
seminiferous
(en)
λατινικά
:
νεολατινικά
:
seminiferus
(la)