σπειρωτός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /spi.ɾoˈtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπει‐ρω‐τός
Επίθετο επεξεργασία
σπειρωτός, -ή, -ό
Μεταφράσεις επεξεργασία
σπειρωτός
→ δείτε τη λέξη σπειροειδής |
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σπειρωτός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας