Δείτε επίσης: σπεῖρα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σπείρα οι σπείρες
      γενική της σπείρας των σπειρών
    αιτιατική τη σπείρα τις σπείρες
     κλητική σπείρα σπείρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Σπείρα του Αρχιμήδη

  Ετυμολογία επεξεργασία

σπείρα < αρχαία ελληνική σπεῖρα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sper- (συστρέφω, γυρίζω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈspi.ra/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σπεί‐ρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σπείρα θηλυκό

  1. καμπύλη που γράφει ένα σημείο ενώ περιστρέφεται και απομακρύνεται, προς μία κατεύθυνση, από κάποιο σταθερό σημείο
  2. μία πλήρης περιστροφή αυτής της καμπύλης
    αυτή η βίδα έχει μόνο δέκα σπείρες
  3. (μεταφορικά) ομάδα παρανόμων, συμμορία
    συνελήφθη ο αρχηγός της σπείρας λαθρεμπόρων

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία