Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η σοκολατόχρους το σοκολατόχρουν
      γενική του/της σοκολατόχρου του σοκολατόχρου
    αιτιατική τον/τη σοκολατόχρου το σοκολατόχρουν
     κλητική σοκολατόχρους* σοκολατόχρουν*
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σοκολατόχροες τα σοκολατόχροα
      γενική των σοκολατοχρόων των σοκολατοχρόων
    αιτιατική τους/τις σοκολατόχροες τα σοκολατόχροα
     κλητική σοκολατόχροες σοκολατόχροα
* Η κλητική πτώση, σπάνια.
Λόγια κλίση κατά την αρχαία κατάληξη -ους, συνηρημένου τύπου του -οος.
Κατηγορία όπως «βραδύνους» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σοκολατόχρους < (καθαρεύουσα ή σε λόγιο ύφος) σοκολάτ(α) + -ό- + -χρους ( < αρχαία ελληνική χρώς: το χρώμα), κατά το αρχαιοελληνικό κυανόχρους • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Επίθετο επεξεργασία

σοκολατόχρους, ους, -ουν

  Μεταφράσεις επεξεργασία