Δείτε επίσης: εμπειρικός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Εμπειρίκος οι Εμπειρίκοι
      γενική του Εμπειρίκου των Εμπειρίκων
    αιτιατική τον Εμπειρίκο τους Εμπειρίκους
     κλητική Εμπειρίκο Εμπειρίκοι
Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Εμπειρίκος < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Εμπειρίκος αρσενικό (θηλυκό Εμπειρίκου)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Μεταγραφές επεξεργασία