Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
σκῠλᾰκ-
ονομαστική σκύλαξ οἱ σκύλακες
      γενική τοῦ σκύλακος τῶν σκυλάκων
      δοτική τῷ σκύλακ τοῖς σκύλαξ(ν)
    αιτιατική τὸν σκύλακ τοὺς σκύλακᾰς
     κλητική ! σκύλαξ σκύλακες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σκύλακε
γεν-δοτ τοῖν  σκυλάκοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκύλαξ < αβέβαιης ετυμολογίας • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκύλαξ αρσενικό

  1. κουτάβι, σκυλάκι
    (κατ’ επέκταση) και για άλλα μικρά ζώων
  2. (ελληνιστική σημασία) κολάρο

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία