Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκῦλον < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκῦλον

  1. το λάφυρο
  2. (στον πληθυντικό) η λαφυραγώγηση, το σκύλευμα

Εκφράσεις επεξεργασία

  • σκῦλα γράφω: γράφω το όνομά μου στον οπλισμό του εχθρού που σκότωσα για να το αφιερώσω στους θεούς