σκῦλον
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκῦλον < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σκῦλον
- το λάφυρο
- (στον πληθυντικό) η λαφυραγώγηση, το σκύλευμα
Εκφράσεις επεξεργασία
- σκῦλα γράφω: γράφω το όνομά μου στον οπλισμό του εχθρού που σκότωσα για να το αφιερώσω στους θεούς