σκότιση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈsko.ti.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκό‐τι‐ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
σκότιση θηλυκό [2]
- (λαϊκότροπο) παραζάλη, ζάλη νοητική
- (λαϊκότροπο) τάση για λιποθυμία
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις σκοτίζω και σκότος
Μεταφράσεις επεξεργασία
σκότιση
→ δείτε τη λέξη σκοτισμός |
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ s.v. σκότος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ σκότιση (χωρίς πληθυντικό) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σκότιση θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- σελ.310, Τόμος 20 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.