Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παραζάλη < παρά + ζάλη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παραζάλη θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία