Δείτε επίσης: ἔγνοια

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η έγνοια οι έγνοιες
      γενική της έγνοιας
    αιτιατική την έγνοια τις έγνοιες
     κλητική έγνοια έγνοιες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

έγνοια < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἔγνοια < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἔννοια με τροπή [nn] > [ɣn] και συνίζηση[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈe.ɣɲa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έ‐γνοια

  Ουσιαστικό επεξεργασία

έγνοια και έννοια θηλυκό

  • κάτι το οποίο απασχολεί το μυαλό ενός ανθρώπου, το οποίο θέλει να φροντίσει, για το οποίο νοιάζεται

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη έννοια

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία