Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
σε κύκλο η σκωληκοειδής απόφυση

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκωληκοειδής απόφυση < σκωληκοειδής + απόφυση

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

σκωληκοειδής απόφυση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία


  Μεταφράσεις επεξεργασία