περιτονίτιδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- περιτονίτιδα < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική peritonitis < αρχαία ελληνική περιτόναιον
Ουσιαστικό επεξεργασία
περιτονίτιδα θηλυκό
- (ιατρική) επικίνδυνη φλεγμονή του περιτοναίου
Μεταφράσεις επεξεργασία
περιτονίτιδα