σκοτεινότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκοτεινότητα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στρογγυλότης από την αιτιατική ενικού «τὴν στρογγυλότητα». Συγχρονικά αναλύεται σε σκοτειν(ός) + -ότητα.
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /sko.tiˈno.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκο‐τει‐νό‐τη‐τα
Ουσιαστικό επεξεργασία
σκοτεινότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του σκοτεινού
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη σκότος
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- σκοτεινότητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- σκοτεινότητα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
σκοτεινότητα θηλυκό