Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σκοτεινότης αἱ σκοτεινότητες
      γενική τῆς σκοτεινότητος τῶν σκοτεινοτήτων
      δοτική τῇ σκοτεινότητ ταῖς σκοτεινότησ(ν)
    αιτιατική τὴν σκοτεινότητ τὰς σκοτεινότητᾰς
     κλητική ! σκοτεινότης σκοτεινότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σκοτεινότητε
γεν-δοτ τοῖν  σκοτεινοτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκοτεινότης < σκοτεινό(ς) + -της

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκοτεινότης, -ητος θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία