Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκονάκι τα σκονάκια
      γενική
    αιτιατική το σκονάκι τα σκονάκια
     κλητική σκονάκι σκονάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκονάκι < σκόνη + υποκοριστικό επίθημα -άκι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκονάκι ουδέτερο

  1. δόση φαρμάκου ή ναρκωτικού σε σκόνη
  2. (συνεκδοχικά) το χαρτάκι που περιέχει την αντίστοιχη δόση
  3. (οικείο) μικρό χαρτάκι που περιέχει πληροφορίες οι οποίες πρόκειται να χρησιμοποιηθούν για αντιγραφή σε εξετάσεις

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία