σκατόψυχος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
σκατόψυχος -η -ο
- (υβριστικό) σκληρός, άκαρδος
- Πόσο σκατόψυχος πρέπει να είναι ένας πολίτης μιας χώρας, όταν κάθεται πίσω και βρίζει;
Μεταφράσεις επεξεργασία
σκατόψυχος