Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σκατολογία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
σκατολογί
α
οι
σκατολογί
ες
γενική
της
σκατολογί
ας
των
σκατολογι
ών
αιτιατική
τη
σκατολογί
α
τις
σκατολογί
ες
κλητική
σκατολογί
α
σκατολογί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
σκατολογία
<
σκατά
+
-λογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σκατολογία
θηλυκό
το να χρησιμοποιεί κανείς σε μεγάλο βαθμό όταν μιλάει τη λέξη
σκατά
ή άλλες παρόμοιες
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σκατολογία
αγγλικά
:
scatology
(en)
γαλλικά
:
scatologie
(fr)