Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκατολογία οι σκατολογίες
      γενική της σκατολογίας των σκατολογιών
    αιτιατική τη σκατολογία τις σκατολογίες
     κλητική σκατολογία σκατολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκατολογία < σκατά + -λογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκατολογία θηλυκό

  • το να χρησιμοποιεί κανείς σε μεγάλο βαθμό όταν μιλάει τη λέξη σκατά ή άλλες παρόμοιες

  Μεταφράσεις επεξεργασία