σκατά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκατά < πληθυντικός αριθμός του σκατό
Επιφώνημα επεξεργασία
σκατά
- (χυδαίο) λέγεται για να δηλώσουμε μεγάλο εκνευρισμό και απογοήτευση
Εκφράσεις επεξεργασία
- σκατά κι απόσκατα: χάλια
- να φας σκατά (μαλάκα)/σκατά να φας (μαλάκα): σε μισώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
σκατά
|
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
σκατά ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σκατό