Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σκαρφιστήρας οι σκαρφιστήρες
      γενική του σκαρφιστήρα των σκαρφιστήρων
    αιτιατική τον σκαρφιστήρα τους σκαρφιστήρες
     κλητική σκαρφιστήρα σκαρφιστήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκαρφιστήρας < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκαρφιστήρας αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία