σκαρφιστήρας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκαρφιστήρας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σκαρφιστήρας αρσενικό
- (αναλώσιμο υλικό) βελόνα η οποία τοποθετείται σε στυλό τρυπήματος δακτύλου για να επιτευχθεί η εκροή αίματος (σταγόνα αίματος) η οποία θα βοηθήσει στην μέτρηση γλυκόζης αίματος εναποθέτοντας το αίμα σε ταινία μέτρησης σακχάρου.
Μεταφράσεις επεξεργασία