στυλό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- στυλό < γαλλική stylo (Η γραφή με -υ- προέκυψε από παρετυμολογική επίδραση του αρχαίου ελληνικού «στῦλος»)
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
στυλό ουδέτερο (συνήθως άκλιτο)
Σημειώσεις επεξεργασία
- Η λέξη «κανονικά» είναι άκλιτη. Στον προφορικό λόγο όμως (και ενίοτε στον γραπτό) κλίνεται:
- Τρύπα όπου τοποθετείται η πένα στυλού για προφύλαξη, όταν δε χρησιμοποιείται. (*)
Μεταφράσεις επεξεργασία
στυλό
|