Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σκαλμός οι σκαλμοί
      γενική του σκαλμού των σκαλμών
    αιτιατική τον σκαλμό τους σκαλμούς
     κλητική σκαλμέ σκαλμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκαλμός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σκαλμός. Συγκρίνετε με τον τύπο σκαρμός.
 
σκαλμός βάρκας

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /skalˈmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκαλ‐μός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκαλμός αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • σκαλμόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σκαλμός οἱ σκαλμοί
      γενική τοῦ σκαλμοῦ τῶν σκαλμῶν
      δοτική τῷ σκαλμ τοῖς σκαλμοῖς
    αιτιατική τὸν σκαλμόν τοὺς σκαλμούς
     κλητική ! σκαλμέ σκαλμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σκαλμώ
γεν-δοτ τοῖν  σκαλμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκαλμός < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκαλμός αρσενικό

Παράγωγα επεξεργασία

παράγωγα και σύνθετα:

→ και δείτε τη λέξη σκάλλω

  Πηγές επεξεργασία