Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σιέλωση οι σιελώσεις
      γενική της σιέλωσης* των σιελώσεων
    αιτιατική τη σιέλωση τις σιελώσεις
     κλητική σιέλωση σιελώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, σιελώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σιέλωση < (καθαρεύουσα) σιάλωσις < αρχαία ελληνική σίαλος κατά το ελληνιστικό σίελος (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σιέλωση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία