Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σηψιρριζία οι σηψιρριζίες
      γενική της σηψιρριζίας των σηψιρριζιών
    αιτιατική τη σηψιρριζία τις σηψιρριζίες
     κλητική σηψιρριζία σηψιρριζίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σηψιρριζία < σήψη + ρίζα + -ία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σηψιρριζία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία