Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μύκητας < αρχαία ελληνική μύκης < ρίζα μυκ- όπως και στα μύσσομαι, μυκτήρ, μύξα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μύκητας αρσενικό

  1. το μανιτάρι
  2. παρασιτικός μικροοργανισμός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία