Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μύξα οι μύξες
      γενική της μύξας
    αιτιατική τη μύξα τις μύξες
     κλητική μύξα μύξες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μύξα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μύξα [1] < ρίζα μυκ- όπως και στα μύσσομαι, μυκτήρ, μύκης και το λατινικό mucus

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μύξα θηλυκό

  1. η βλεννώδης ουσία που εκκρίνεται από τη μύτη όταν κάποιος είναι κρυωμένος
  2. (γενικότερα) κάθε ουσία που μοιάζει στην υφή με τη μύξα που εκκρίνεται από τη μύτη

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία