Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μυξοκλαίω < μύξα + κλαίω

  Ρήμα επεξεργασία

μυξοκλαίω

  1. κλαίω ρουφώντας τις μύξες μου παράλληλα
  2. παριστάνω πως κλαίω

  Μεταφράσεις επεξεργασία