σημειωτέος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σημειωτέος < ελληνιστική κοινή σημειωτέος < σημειόω / σημειῶ < αρχαία ελληνική σημεῖον
Επίθετο επεξεργασία
σημειωτέος, -α, -ο
- που πρέπει να σημειωθεί, που πρέπει να τον σημειώσουμε
Συγγενικά επεξεργασία
- σημειωτέον
- → δείτε τις λέξεις σημειώνω και σημείο