Αγγλικά (en) επεξεργασία

παραθετικά
θετικός notable
συγκριτικός more notable
υπερθετικός most notable

  Επίθετο επεξεργασία

notable (en) (μάλλον επίσημο)

  • αισθητός, απρόσεκτος, που αξίζει να προσεχθεί ή να τραβήξει την προσοχή· σπουδαίος
    a notable difference in temperature/improvement in the weather - αισθητή διαφορά θερμοκρασίας/βελτίωση του καιρού
    The difference is not notable.
    Η διαφορά δεν είναι απρόσεκτα.
    His research work is notable.
    Το ερευνητικό του έργο είναι απρόσεκτο.

  Πηγές επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
notable notables

notable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
notable notables

notable (fr) αρσενικό ή θηλυκό