↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σερολογικός η σερολογική το σερολογικό
      γενική του σερολογικού της σερολογικής του σερολογικού
    αιτιατική τον σερολογικό τη σερολογική το σερολογικό
     κλητική σερολογικέ σερολογική σερολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σερολογικοί οι σερολογικές τα σερολογικά
      γενική των σερολογικών των σερολογικών των σερολογικών
    αιτιατική τους σερολογικούς τις σερολογικές τα σερολογικά
     κλητική σερολογικοί σερολογικές σερολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σερολογικός < αγγλική serological

  Επίθετο

επεξεργασία

σερολογικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία