Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σερολογικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σερολογικ
ός
η
σερολογικ
ή
το
σερολογικ
ό
γενική
του
σερολογικ
ού
της
σερολογικ
ής
του
σερολογικ
ού
αιτιατική
τον
σερολογικ
ό
τη
σερολογικ
ή
το
σερολογικ
ό
κλητική
σερολογικ
έ
σερολογικ
ή
σερολογικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σερολογικ
οί
οι
σερολογικ
ές
τα
σερολογικ
ά
γενική
των
σερολογικ
ών
των
σερολογικ
ών
των
σερολογικ
ών
αιτιατική
τους
σερολογικ
ούς
τις
σερολογικ
ές
τα
σερολογικ
ά
κλητική
σερολογικ
οί
σερολογικ
ές
σερολογικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
σερολογικός
<
αγγλική
serological
Επίθετο
επεξεργασία
σερολογικός, -ή, -ό
(
ιατρική
) σχετικός με την
ορολογία
, την επιστημονική μελέτη του
ορού
και άλλων σωματικών υγρών
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σερολογικός
αγγλικά
:
serological
(en)