σεξολογία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σεξολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: sexology < λατινική sexus < αρχαία ελληνική λόγος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /se.kso.loˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σε‐ξο‐λο‐γί‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
σεξολογία θηλυκό
- επιστήμη που ασχολείται με την ανθρώπινη σεξουαλικότητα και τις διαταραχέςτης
Συγγενικά επεξεργασία
- σεξολόγος
- σεξολογικός
- → δείτε τις λέξεις σεξ και λέγω