Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σελωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Άλλες μορφές
1.1.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σελωμέν
ος
η
σελωμέν
η
το
σελωμέν
ο
γενική
του
σελωμέν
ου
της
σελωμέν
ης
του
σελωμέν
ου
αιτιατική
τον
σελωμέν
ο
τη
σελωμέν
η
το
σελωμέν
ο
κλητική
σελωμέν
ε
σελωμέν
η
σελωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σελωμέν
οι
οι
σελωμέν
ες
τα
σελωμέν
α
γενική
των
σελωμέν
ων
των
σελωμέν
ων
των
σελωμέν
ων
αιτιατική
τους
σελωμέν
ους
τις
σελωμέν
ες
τα
σελωμέν
α
κλητική
σελωμέν
οι
σελωμέν
ες
σελωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
σελωμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
σελώνω
Άλλες μορφές
επεξεργασία
σελωτός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σελωμένος