Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σελώνω < σέλα + -ώνω

  Ρήμα επεξεργασία

σελώνω

  1. βάζω σέλα στη ράχη ενός υποζυγίου
    σελώνω το άλογο

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία